Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ия η παλαιοντολογία

См. также в других словарях:

  • παλαιοντολογία — η η επιστήμη που εξετάζει τα φυτικά και ζωικά είδη που εξαφανίστηκαν και άφησαν μόνον απολιθώματά τους. Ο επιστήμονας, παλαιοντολόγος. Επίθ. παλαιοντολογικός, ή ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην παλαιοντολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλαιοντολογία — Η επιστήμη που μελετά τα απολιθώματα, δηλαδή τα υπολείμματα ή τα ίχνη των οργανισμών που έζησαν στη Γη κατά τους διάφορους γεωλογικούς αιώνες. Ιστορικά στοιχεία. Αν και η π. καθιερώθηκε ως επιστήμη μόνο κατά στα τέλη του 18ου αι. και τις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… …   Dictionary of Greek

  • ζωογεωγραφία — Κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με την κατανομή των ζώων στην επιφάνεια της Γης και στα νερά. Για τις έρευνές της, η ζ. συνεργάζεται με άλλες επιστήμες, όπως με τη φυσική γεωγραφία (με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κλίμα, την ωκεανογραφία, την… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοντολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιοντολογία («παλαιοντολογική έρευνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιοντολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Χιώτη] …   Dictionary of Greek

  • βοτανική — Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, ως προς την εξωτερική μορφή, την εσωτερική υφή, τη λειτουργία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Διαιρείται σε γενική και ειδική β. Η γενική β. ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία και… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • Λόρεντς, Κόνραντ — (Konrad Lorenz, Άλτενμπεργκ, Αυστρία 1906 – 1989). Αυστριακός γιατρός. Αν και αρχικά ενδιαφερόταν να ασχοληθεί με την παλαιοντολογία και τη ζωολογία, σπουδάζοντας ιατρική ανακάλυψε ότι η συγκριτική ανατομική και εμβρυολογία προσέφερε καλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • Палеонтология — Скелет трицератопса в Национальном музее естественной истории, Вашингтон (США) Палеонтология (от др. греч …   Википедия

  • Палеоантология — Скелет трицератопса в Национальном музее естественной истории, Вашингтон (США) Палеонтология (от др. греч. παλαιοντολογία) наука об ископаемых останках растений и животных, пытающаяся реконструировать по найденным останкам их внешний вид,… …   Википедия

  • Палеонтолог — Скелет трицератопса в Национальном музее естественной истории, Вашингтон (США) Палеонтология (от др. греч. παλαιοντολογία) наука об ископаемых останках растений и животных, пытающаяся реконструировать по найденным останкам их внешний вид,… …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»